move
Verb

κουνάω, κουνιέμαι, κίνηση

συχνά θα το συναντήσουμε και με την έννοια συγκινώ, συγκινούμαι, συγκινητικός.

Ομαλό ρήμα: move, moved, moved, moving

Σαν ουσιαστικό θα το βρούμε και με τη μορφή movement με την ίδια έννοια: κίνηση

Παραδείγματα:

  • Sometimes, when I sleep, I feel like I can’t move. Μερικές φορές, όταν κοιμάμαι, νιώθω σαν να μην μπορώ να κουνηθώ.
  • Move it my son. We don’t have all day. Κουνήσου αγόρι μου. Δεν έχουμε όλη μέρα.
  • I can’t move my leg, I think it’s broken. Δεν μπορώ να κουνήσω το πόδι μου,νομίζω έσπασε.
  • His next move was totally unexpected. Η επόμενή του κίνηση ήταν τελείως απροσδόκητη.
  • It has been a very moving experience. Ήταν πολύ συγκινητική εμπειρία.
Examples:
Sometimes, when I sleep, I feel like I can't move
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.