parallel
Verb, Noun, Adjective, Adverb
Trans.

Ομαλό ρήμα: parallel, paralleled ή parallelled, paralleled ή parallelled και paralleling ή parallelling δηλ. θα το βρείτε και με ένα και με δύο “l” όταν παίρνει τις καταλήξεις “-ed” και “-ing”.

Σε κάθε περίπτωση η συχνότερη χρήση είναι αυτή του επιθέτου.

Παραδείγματα:

  • We live parallel lives. That’s why we never meet. Ζούμε παράλληλες ζωές. Γι’ αυτό δεν συναντιώμαστε ποτέ.
  • The 40th parallel north crosses Lemnos and New Jersey. Ο 40ός παράλληλος περνάει από τη Λήμνο και το New Jersey. (Γεωγραφικό πλάτος).
  • In a parallel universe the monkeys will hate bananas. Σε ένα παράλληλο σύμπαν οι πίθηκοι θα μισούν τις μπανάνες.
  • Many streets in Manhattan are parallel to each other.  Πολλοί δρόμοι στο Μανχάτταν είναι παράλληλοι.
  • The two jets were flying parallel but very close to each other. Τα δύο αεριοθούμενα πετούσαν παράλληλα αλλά πολύ κοντά το ένα στ’ άλλο.
Examples:
No data was found
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.