Επίσης: σκέφτομαι λογικά, συγκροτώ λογική σκέψη, εξηγώ με λογικό τρόπο
Ομαλό ρήμα reason, reasoned, reasoned, reasoning
reasonable: λογικός, λογικευμένος
Παραδείγματα:
- Tell me a reason, why I should believe you. Πες μου ένα λόγο, γιατί να σε πιστέψω.
- Try to be reasonable. Go back to your wife. Προσπάθησε να λογικευτείς. Γύρισε στη γυναίκα σου.