reason
Verb, Noun
Trans. + Intrans.
Flag2_France
Français
Flag2-tiny-German
Deutsch

Επίσης: σκέφτομαι λογικά, συγκροτώ λογική σκέψη, εξηγώ με λογικό τρόπο

Ομαλό ρήμα reason, reasoned, reasoned, reasoning

reasonable: λογικός, λογικευμένος

Παραδείγματα:

  • Tell me a reason, why I should believe you. Πες μου ένα λόγο, γιατί να σε πιστέψω.
  • Try to be reasonable. Go back to your wife. Προσπάθησε να λογικευτείς. Γύρισε στη γυναίκα σου.
Examples:
Is there a reason for which you didn't call me yesterday
The main reason for the formation of the UNO was ...  
She speculated on the reason for his sudden departure
He explained to him the reasons why he had made that decision
She was surprised when the dog suddenly bit her for no apparent reason
His mobile phone suddenly exploded without any apparent reason

Ξέρετε τι πραγματικά απάντησε ο Μεταξάς στον Ιταλό πρέσβη?

Έχει μείνει στην ιστορία ότι όταν ο Ιταλός πρεσβευτής στις 3 η ώρα το πρωί παρέδωσε το τελεσίγραφο του Μουσιλίνι στον Ιωάννη Μεταξά, αυτός απάντησε μονολεκτικά: “Όχι”.

Αυτό δεν είναι ιστορικά ακριβές.

Θέλετε να μάθετε τι ακριβώς απάντησε ο Έλληνας πρωθυπουργός?

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.