απορρίπτω
Όπως πάντα οι Αμερικανοί θα το χρησιμοποιήσουν και σαν ουσιαστικοποιημένο επίθετο.
Συνήθως, όμως, το ουσιαστικό του είναι: rejection.
Παραδείγματα:
- She rejected me. Αυτή με απέρριψε.
- His body rejected the implant, a few days after the operation. Το σώμα του απέρριψε το εμφύτευμα λίγες μέρες μετά την εγχείρηση.
- My application for admission to MIT was rejected. Η αίτησή μου για αποδοχή στο MIT απορρίφθηκε.
- He rejected my call. Αυτός απέρριψε το τηλεφώνημά μου.
- All the rejects were pilled up in the storage room. Όλες οι “απορρίψεις” στοιβάχτηκαν στον αποθηκευτικό χώρο.