συγγενής, σχετικός, -ή, -ό
Παραδείγματα:
- I didn’t know that you two are relatives. Δεν ήξερα πως εσείς οι δύο είστε συγγενείς.
- Is he your relative? Είναι συγγενής σου;
- My great-grandfather was born in Russia. We still have a lot of relatives there. Ο προπάππους μου γεννήθηκε στη Ρωσία. Έχουμε ακόμα πολλούς συγγενείς εκεί.