Θα το βρούμε και σαν:
- ουσιαστικό, reluctance: απροθυμία
- επίρρημα, reluctantly: με το ζόρι, δύσκολα, απρόθυμα
Παραδείγματα:
- Aria reluctantly breaks up with him. Η Άρια τον χώρισε με το ζόρι.
- My sister reluctantly married him. Η αδελφή μου είναι απρόθυμη.
- His obvious reluctance made me change my mind. Η προφανής απροθυμία του μ’ έκανε ν’ αλλάξω γνώμη.