reluctant
Adjective

Θα το βρούμε και σαν:

  1. ουσιαστικό, reluctance: απροθυμία
  2. επίρρημα, reluctantlyμε το ζόρι, δύσκολα, απρόθυμα

Παραδείγματα:

  • Aria reluctantly breaks up with him.  Η Άρια τον χώρισε με το ζόρι.
  • My sister reluctantly married him.  Η αδελφή μου είναι απρόθυμη.
  • His obvious reluctance made me change my mind. Η προφανής απροθυμία του μ’ έκανε ν’ αλλάξω γνώμη.
Examples:
She was very reluctant to answer the questions of the police, but then she had no choice

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.