sail
Verb, Noun
Flag2-tiny-Geece
Greek
Flag2_France
Français
Flag2-tiny-German
Deutsch

ταξιδεύω στη θάλασσα (ιδιαίτερα με ιστιοφόρο σκάφος), ιστία, πανιά ιστιοφόρου

Συγκενικές λέξεις και έννοιες:

sailor ναύτης

sailing ιστιοπλοϊα

Παραδείγματα:

  • I would sail to the end of the world if I have you with me Θα ταξίδευα και στην άκρη του κόσμου αν σε είχα μαζί μου
  • Sailing is a very interesting sport Η ιστιοπλοϊα είναι ένα πολύ ενδιαφέρον σπόρ
  • The wind is too strong. We have to lower the sails Ο άνεμος είναι πολύ ισχυρός. Πρέπει να χαμηλώσουμε τα πανιά
  • Thanks to its modern design, this sailing boat can travel very fast Χάρη στην μοντέρνα του σχεδίαση αυτό το ιστιοφόρο μπορεί να ταξιδεύει πολύ γρήγορα
  • Popeye the sailor man Πόπαϊ ο ναυτικός

 

 

 

 

 

 

Examples:
I would sail to the end of the world if I have you with me
It took four people to hoist the sail

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.