search
Verb, Noun

ψάχνω, έρευνα, έλεγχος

Ομαλό ρήμα: search, searched, searched, searching

Παραδείγματα:

  • I was searching for hours! I never found that notebook? Έψαχνα για ώρες! Δεν το βρήκα το σημειωματάριο.
  • The police are searching all vehicles for drugs. Η αστυνομία ψάχνει όλα τα οχήματα για ναρκωτικά.
  • My search for a new apartment failed. I couldn’t find one for less than 1000€. Η έρευνά μου για ένα νέο διαμέρισμα απέτυχε. Δεν μπόρεσα να βρω κανένα για λιγότερα από 1000€.
  • Nowadays you have to submit to a body search if you want to board an airplane. Στην εποχή μας πρέπει να δεχτείς να σου κάνουν σωματικό έλεγχο για να επιβιβαστείς σε αεροπλάνο.
Examples:
I was searching for hours! I never found that notebook?
I was searching for hours! I never found that notebook?
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.