κλείνω, κλειστός, -ή, -ό
… he kept his eyes shut while … : … κράτησε τα μάτια του κλειστά ενώ …
Shut the door: κλείσε την πόρτα
Shut your mouth! ή Shut up!: κλείστο,
ράψ’ το (το στόμα σου)
shut down, shut off: σταματάω τη λειτουργία π.χ. ενός εργοστασίου, μιας μηχανής
they shut down all operations, he shut off the engine
shut out: κλείνω απ’ έξω από κάτι (π.χ. από ένα σπίτι ή κτίριο)