sing
Verb
Trans. + Intrans.

song: το ουσιαστικό του ρήματος, δηλ. το τραγούδι

singer: και δεύτερο ουσιαστικό, ο τραγουδιστής, η τραγουδίστρια

Παραδείγματα:

singing
Πύρρος Δήμας: singing the National Anthem of Greece in the Atlanta 1996 Olympics
  • She sang her baby a lullaby to sleep. Τραγούδησε στο μωρό της ένα νανούρισμα για να το κοιμήσει.
  • Pyrros Dimas sang the National Anthem 3 times in the Olympics. Ο Πύρρος Δήμας τραγούδησε 3 φορές τον Εθνικό Ύμνο στους Ολυμπιακούς.
  • I know how to play the song on the guitar and I will if you know how to sing it. Ξέρω να παίζω αυτό το τραγούδι στην κιθάρα και τα το παίξω αν εσύ ξέρεις να το τραγουδήσεις.
  • An Opera is a type of Musical Theater with songs and a lot of singing in general. Η Όπερα είναι ένα είδος μουσικού θεάτρου με τραγούδια και πολύ τραγούδι γενικά.
  • That nightingale in our garden sang beautifully last night again. Αυτό το αηδόνι στον κήπο μας τραγούδησε πάλι πολύ ωραία χτες το βράδυ.
  • After the song the public gave Pavarotti a standing ovation. Μετά το τραγούδι το κοινό χειροκρότησε όρθιο τον Παβαρόττι.
  • I sing the song because I love the man. Neil Young – Southern Man Τραγουδάω το τραγούδι γιατί αγαπάω τον άνθρωπο.
  • It was one of the most exasperating attributes of Bounderby, that he not only sang his own praises but stimulated other men to sing them. Charles Dickens – Hard Times Ήταν ένα από τα πιο ενοχλητικά χαρακτηριστικά του Μπάουντερπυ το να περιαυτολογεί αλλά και το να κάνει και τους άλλους να μιλάνε γι’αυτόν.
  • … if you will lend me your attention I shall endeavour to sing to you of a heart bowed down. James Joyce – Ulysses … αν μου δώσεις την προσοχή σου θα προσπαθήσω να σου τραγουδήσω για μια καρδιά που γονάτισε (υπέκυψε).

Examples:
He sang her a love song
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.