BrixFax.NET

Search
slit
Verb, Noun
Français
Deutsch

κάνω μια σχισμή, ανοίγω ένα στενό άνοιγμα, κόβω για να κάνω μία σχισμή, σχισμή

slit, slit, slit, slitting

Παραδείγματα:

  • A surgeon makes a slit with the scalpel. This slit is called an incision. Ένας χειρουργός κάνει μία σχισμή με το νυστέρι. Αυτή η σχισμή λέγεται τομή.
  • The door had a slit through which one could look inside the house. Η πόρτα είχε μία σχισμή μέσα από την οποία μπορούσε κανείς να δει μέσα στο σπίτι.
  • He cut a slit on the envelope and peered inside it. Άνοιξε (έκοψε) μία σχισμή στον φάκελο και κοίταξε μέσα.
  • He ordered a vermouth and soda and took out his pocket knife and slit open his letters. Ernest Hemingway – Garden of Eden Παράγγειλε βερμούτ με σόδα κι έβγαλε ένα σουγιά απ’την τσέπη του κι άνοιξε τα γράμματά του.
  • May the God above send down a dove with teeth as sharp as razors to slit the throats of the English dogs that hanged our Irish leaders. James Joyce – Ulysses Είθε ο Θεός να στείλει ένα περιστέρι με δόντια κοφτερά σαν ξυράφια να κόψουν τα λαρύγγια των Άγγλων σκύλων που κρέμασαν τους Ιρλανδούς ηγέτες μας.
Examples:
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.