παράγω ή/και εναποθέτω τ’ αυγά μου (αν είμαι ψάρι), γεννοβολάω π.χ. ιδέες, παράγω, προκαλώ, αρχειοθετώ, βάζω στη σειρά, βάζω όλα μαζί.
Ομαλό σαν ρήμα: spawn, spawned, spawned και spawning
Σαν ουσιαστικό σημαίνει την πράξη της παραγωγής ή της γέννησης των αυγών ή τα αυγά τα ίδια που είναι τοποθετημένα σε μια στοίβα ή σε μια σειρά.
Πολύ συχνότερα θα τα βρείτε με τις μεταφορικές τους χρήσεις παρά με την κυριολεκτική.
Παραδείγματα:
- She spawned two Top 40 hits. Μπήκε δύο φορές στη λίστα των τοπ 40.
- The government’s decision spawned a lot of protests. Η απόφαση της κυβέρνησης προκάλεσε πολλές αντιδράσεις.
- I spawn animated series. Φτιάχνω/παράγω σειρές καρτούν.