spit
Verb, Noun
Flag2-tiny-Geece
Greek
Flag2_France
Français
Flag2-tiny-German
Deutsch

φτύνω, φτύσιμο

Παραδείγματα:

  • The angry protestor spat the politicial in the face Ο οργισμένος διαδηλωτής έφτυσε τον πολιτικό στο πρόσωπο
  • He was fined for spitting chewing gum on the street Του δόθηκε πρόστιμο γιατί έφτυσε την μαστίχα του στον δρόμο
  • Spit it out! (colloquialism) Πες το! (επιτέλους) Μίλα!
  • He is the spitting image of his father. Είναι φτυστός ο πατέρας του
  • He hated his guts. He’d spit on his grave. τον μισούσε όσο δεν γινόταν. Θα έφτυνε στον τάφο του.
  • In California you chew the juice out of grapes and spit the skin away, a real luxury. Jack Kerouac – On the Road Στην Καλιφόρνια μασάς το ζουμί απ’τα σταφύλια και φτύνεις τη φλούδα. Πραγματική πολυτέλεια.
  • But ya ought to thank me, before I die, For the gravel in your guts and the spit in your eye, Cause I’m the son-of-a-bitch that named you Sue. Ομώνυμο τραγούδι του Shel Silverstein που έγινε διάσημο από τον Johnny Cash A boy named Sue Αλλά πρέπει να μ’ευχαριστήσεις πριν πεθάνω, για τη δύναμη που έχεις και τη σπίθα στη ματιά σου (ελεύθερη μετάφραση), γιατί εγώ είμαι ο γιός της σκύλας (αμερικανική βρυσιά) που σε ονόμασε Σου.
Examples:
The machine gun was spitting out more than 10 bullets per second
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.