BrixFax.NET

Search
spoil
Verb, Noun
Français
Deutsch

καταστρέφω, χαλάω

Ο αόριστος και η μετοχή του συναντώνται και με τη μορφή ομαλού ρήματος: spoiled

To ουσιαστικό βασίζεται στην ίδια έννοια αλλά η ομοιότητα στηρίζεται στην αρχαία έννοια της λέξης: χαλάσματα, λάφυρα

Παραδείγματα:

  • Don’t leave the spoilt butter in the refrigerator. Throw it into the trash. Μην αφήνεις το χαλασμένο βούτυρο στο ψυγείο. Πέταξέ το στα σκουπίδια.
  • He is such a spoiled child. His parents have always given him anything he asked. Είναι πολύ κακομαθημένο παιδί. Οι γονείς του πάντα του έδιναν ότι ζητούσε.
  • This jar contains spoilt marmalade. Αυτό το βάζο περιέχει χαλασμένη μαρμελάδα.
  • They didn’t follow my instructions. They spoiled my plans. Δεν ακολούθησαν τις οδηγίες μου. Μου χάλασαν τα σχέδια.
  • She spoilt my evening by bringing her new boyfriend to the party. Χάλασε το απόγευμά μου φέρνοντας τον φίλο της μαζί της στο πάρτυ.
  • You will spoil my story if you tell the ending now. Θα μου χαλάσεις την ιστορία (που αφηγούμαι) μαρτυρώντας από τώρα το τέλος (της).
  • Are you trying to spoil all my good fortune by spilling red wine on my wedding gown? Προσπαθείς να μου καταστρέψεις όλη την καλή μου τύχη χύνοντας κόκκινο κρασί πάνω στο νυφικό μου?
  • Startop had been spoilt by a weak mother and kept at home when he ought to have been at school … Charles Dickens – Great Expectations Η μητέρα του Στάρτοπ του είχε αδυναμία και τον είχε κακομάθει κρατώντας τον σπίτι όταν θα έπρεπε να τον έστελνε στο σχολείο …
  • As they sat grouped about their spoil, in the scanty light afforded by the old man’s lamp … Charles Dickens – A Christmas Carol Καθώς καθόντουσαν γύρω από το λάφυρό τους, στο αδύνατο φως που μπορούσε ο γέρος ν’αντέξει (οικονομικά) …
Examples:
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.