spread
Verb, Noun

απλώνω, μοιράζω, διδαδίδω, διασπείρω, διανέμω.

αλείφω, λ.χ. το βούτυρο πάνω σε μία φέτα ψωμί και
διαδίδω, λ.χ. κάποια πληροφορία ή κάποιο νέο

Σαν ουσιαστικό έχει την ίδια βασική έννοια: επάλειψη, διάδωση

  • Greek was the language used to spread Christianity Τα Ελληνικά ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε για τη διάδοση του Χριστιανισμού
  • Rats and mice are known to spread more than 35 diseases Είναι γνωστό ότι αρουραίοι και ποντίκια (ευθύνονται) για την διάδοση περισσότερων από 35 ασθενειών
  • An eagle with its wings spread has been used by many as a symbol Ένας αετός με τα φτερά του απλωμένα χρησιμοποιήθηκε από πολλούς σαν σύμβολο
  • He spread the marmalade carefully on a slice of bread Άπλωσε προσεκτικά τη μαρμελάδα σε μία φέτα ψωμιού
  • After the kids finished breakfast there was butter spread all over the table Όταν τα παιδιά τέλειωσαν το πρωινό τους υπήρχε σ’όλο το τραπέζι πασαλειμένο βούτυρο
  • The use of the Greek language was spread throughout the known world in that period. Η χρήση της Ελληνικής γλώσσας ήταν διαδεδομένη σε όλο τον γνωστό κόσμο εκείνη την περίοδο.
  • Start spreading the news, I’m leaving tonight … (απ’ το New York του Frank Sinatra) Ξεκίνα να διαδίδεις τα νέα, φεύγω απόψε …
  • Alexander the Great spread the Greek culture throughout much of Europe and Asia. Ο Μέγας Αλέξανδρος διέδωσε τον Ελληνικό πολιτισμό σε ολόκληρη την Ευρώπη και την Ασία.
  • A damp mist rose from the river, and the marshy ground about; and spread itself over the dreary fields. Charles Dickens – Oliver Twist Ένα νέφος υγρασίας υψώθηκε από το ποτάμι και την ελώδη περιοχή γύρω απ’αυτό κι απλώθηκε πάνω στη μουντή γη
Examples:
No data was found
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.