steal
Verb, Noun
Some of the stolen Elgin marbles. Parthenon's east pediment.
These Parthenon marbles are stolen.

Επίσης: κάνω κάτι χωρίς να γίνομαι αντιληπτός

Παραδείγματα:

  • She has stolen my heart. Μου έχει κλέψει την καρδιά.
  • The thieves didn’t find anything worth stealing in that appartment so they tried the next one. Οι κλέφτες δεν βρήκαν τίποτε που ν’αξίζει (να κλαπεί) σ’αυτό το διαμέρισμα κι έτσι δοκίμασαν το επόμενο.
  • They tried to steal whatever they could lay their hands on. Προσπάθησαν να κλέψουν ότι βρουν (ελεύθ. μετάφραση).
  • He’s been arrested by the police more than once. His specialty is stealing cars. Έχει συλληφθεί απ’ την αστυνομία περισσότερες από μία φορές. Η ειδικότητά του είναι να κλέβει αυτοκίνητα.
  • I realized he was trying to steal my money so I called the police. Κατάλαβα ότι προσπαθούσε να μου κλέψει τα χρήματά μου και κάλεσα την αστυνομία.
  • I never suspected him of stealing. Ποτέ δεν υποψιάστηκα ότι έκλεβε.
  • I was trying to steal a glance from that beautiful woman but she kept ignoring me. Προσπαθούσα να κλέψω μια ματιά από αυτή την όμορφη γυναίκα αλλά (αυτή) συνέχισε να με αγνοεί.
  • The Devil went down to Georgia. He was lookin’ for a soul to steal. Charlie Daniels Band – Ομώνυμο τραγούδι Ο διάβολος κατέβηκε στην Τζιόρτζια. Έψαχνε μια ψυχή για να την κλέψει.
Examples:
If I catch you stealing I'll punish you!
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.