step in/into: περνάω ένα (πραγματικό ή νοητό) κατώφλι
Ομαλό σαν ρήμα: step, stepped, stepped και stepping
Παραδείγματα:
- He stepped into the room. Μπήκε στο δωμάτιο.
- Let’s do it step by step. Ας το κάνουμε βήμα-βήμα.
- She is not here right now. She stepped out for a moment. Δεν είν’ εδώ αυτή τη στιγμή. Βγήκε για μια στιγμή έξω.
- She took her first steps when she was only 10 months old. Έκανε τα πρώτα της βήματα όταν ήταν μόλις 10 μηνών.
- Watch your step! Πρόσεξε (το επόμενό σου βήμα) ή που θα βηματίσεις.
- He has a heavy step. Έχει ένα βαρύ βήμα.