stuff
Verb, Noun

γεμίζω, παραγεμίζω, η γέμιση, τα πράγματα, το υλικό

καλύτερα να την αποφεύγεται σε formal περιπτώσεις

Παραδείγματα:

  • Stuffed Turkey γαλοπούλα με γέμιση
  • Take your stuff and get out of here μάζεψε τα πράματά σου και φύγε από ‘δω
Examples:
Take your stuff and get out of here
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.