swear
Verb

Παραδείγματα:

  • He swears he wasn’t there at that time Ορκίζεται ότι δεν ήταν τότε εκεί
  • One should never swear especially in front of children Δεν πρέπει κανείς να βλαστημάει ειδικά μπροστά στα παιδιά
  • I recalled how he had made me swear fidelity in the churchyard long ago, and how he had described himself last night as always swearing to his resolutions … Charles Dickens – Great Expectations Θυμάμαι που, πολύ καιρό πριν, στην αυλή της εκκλησίας, με έκανε να ορκιστώ πίστη και το πως περιέγραψε τον εαυτό του χτες το βράδυ σαν κάποιον που πάντα ορκίζεται για τις αποφάσεις που παίρνει …
Examples:
I swear to God, I didn’t do it
Doctors all over the world still swear the Hippocratic oath
The witness put his hand on the Bible and swore to tell the truth
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.