Σαν ουσιαστικό έχει την ίδια βασική έννοια: κολύμπι, κολύμβηση
swimmer: κολυμβητής
Παραδείγματα:
- If you don’t know how to swim, you’d better take swimming lessons before you hit the pool or the sea. Αν δεν ξέρεις κολύμπι, καλύτερα πάρεις μαθήματα κολύμβησης πριν βουτήξεις στη θάλασσα ή στην πισίνα.
- I used to love swimming but not any more. Παλιά μου άρεζε το κολύμπι αλλά όχι πια.
- I’d love to take a swim but the water is too cold. Θα ήθελα να κολυμπήσω αλλά το νερό είναι πολύ κρύο.
- The sea is far from here but we do have a swimming pool. Η θάλασσα είναι μακρυά από εδώ αλλά έχουμε μία πισίνα.
- This swimming suit is very expensive. Αυτό το μαγιό είναι πολύ ακριβό.
- Freestyle (also known as crawl) is the fastest stroke of all. Η ελεύθερη κολύμβηση (γνωστή επίσης και σαν κρόλ) είναι το ταχύτερο στυλ απ’όλα.
- Newborns have the innate ability to swim until the age of 6 months. Τα νεογέννητα έχουν φυσική επάρκεια στο κολύμπι (ελεύθ. μετάφραση) έως την ηλικία των 6 μηνών.
- Michael Phelps (an American swimmer) has won 28 Olympic medals and is, therefore, the most decorated Olympian of all times. Ο Μάϊκλ Φελπς (ένας Αμερικανός κολυμβητής) έχει κερδίσει 28 μετάλλια και είναι, ως εκ τούτου, ο (αθλητής) με τα περισσότερα μετάλλια όλων των εποχών.
- We were swimming in money, from the receipts of our theatrical venture, and had forgotten all about the war, when an order came … Arthur Guy Empey – Over The Top Κολυμπούσαμε στο χρήμα, (μεταφορικά) από τα έσοδα του θεατρικού μας εγχειρήματος και είχαμε ξεχάσει τελείως τον πόλεμο, όταν ήθρε μια διαταγή …