taste
Verb, Noun

γεύση, δοκιμάζω κάτι, έχω τη γεύση από κάτι

Σαν ρήμα είναι ομαλό: taste, tasted, tasted, tasting

Κάντε το επίθετο με ένα -y στο τέλος: tasty, δηλ. γευστικό

Φυσικά, όπως όλα τα επίθετα, έχει συγκριτικό και υπερθετικό βαθμό: tastier, tastiest, δηλ. γευστικότερο, γευστικότατο

Αφαιρέστε από το επίθετο τη “δύναμή” του βάζοντάς του ένα -less στο τέλος: tasteless, δηλ. άγευστο.

 

Παραδείγματα:

  • I have no taste because I’m sick.   Δεν έχω γεύση γιατί είμαι άρρωστη.
  • It tastes like chocolate.   Έχει γεύση σαν σοκολάτα.
  • Taste it! It’s good. Δοκίμασέ το είναι καλό.
  • This cheese has an intense salty taste. Αυτό το τυρί έχει μία έντονα αλμυρή γεύση.
  • How to make tasty and juicy burgers. Πως να κάνετε γευστικά και ζουμερά μπιφτέκια.
  • This watermelon is tasteless. Αυτό το καρπούζι είναι άγευστο.

 

Examples:
I have no taste because I'm sick
It's a gourmet restaurant where you can taste local specialties
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.