βασανίζω, βασανιστήριο, πόνος
Ομαλό σαν ρήμα: torture, tortured, tortured και torturing
Σαν επίθετο: torturer, δηλ. ο βασανιστής, -τρια
Παραδείγματα:
- She tortures her with what she’s doing. Την βασανίζει με αυτά που κάνει.
- Stop torturing the stray dogs! Σταματήστε να βασανίζετε τα αδέσποτα σκυλιά.
- It is such a torture waiting for hours at the bus stop under the hot summer sun. Είναι φοβερό βασανιστήριο το να περιμένεις στη στάση το λεωφορείο κάτω απ’ τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο.
- They subjected her to terrible torture. Την υπέβαλλαν σε φοβερά βασανιστήρια.