Φυσικά και όλες οι σχετικές έννοιες που σημαίνουν το ίδιο πράγμα, λ.χ. μία τράπεζα (ή κάποιο είδος τράπεζας) όπου άνθρωποι εμπιστεύονται τα κεφάλαιά τους για κάποιο σκοπό: First Boston Trust. Γι αυτό και στα Ελληνικά μερικές φορές θα το μεταφράσουμε: πιστεύω, πίστη.
Σαν ρήμα είναι ομαλό: trust, trusted, trusted, trusting
To ίδιο το δολλάριο πάνω του γράφει: IN GOD WE TRUST.
Πάρτε το ουσιαστικό trust και προσθέστε του ένα -y στο τέλος το κάνουμε επίθετο, όπου και πάλι σημαίνει συγγενικές έννοιες, δηλ. trusty = αξιόπιστος, άξιος εμπιστοσύνης. Φυσικά αυτό το επίθετο σχηματίζει συγκριτικό και υπερθετικό κανονικά: trustier, trustiest.
Συγγενικό επίσης και το trustworthy, δηλ. άξιος (-α, -ο) εμπιστοσύνης, αξιόπιστος.
Πάρτε το επίθετο trustworthy, αλλάξτε του το τελικό -y με -i και προσθέστε του το -ness για να το κάνετε πάλι ουσιαστικό: trustworthiness, αξιοπιστία.
Παραδείγματα:
- Do you trust your wife? I certainly do! Εμπιστεύεσαι τη γυναίκα σου? Σίγουρα!
- I don’t trust him. He’s always lying Δεν τον εμπιστεύομαι. Λέει συνέχεια ψέματα
- Do you trust she will tell the truth? Πιστεύεις ότι λέει την αλήθεια?
- Do you trust this doctor to operate on you? Εμπιστεύεσαι αυτόν τον γιατρό να σε εγχειρίσει?
- She is the trustier among my colleagues Είναι η πιο αξιόπιστη ανάμεσα στους συναδέλφους μου
- This machine is trustworthy. It will never let you down Αυτή η μηχανή είναι αξιόπιστη. Ποτέ δεν θα σ’ εγκαταλείψει