υποστηρίζω, διαφυλάσσω, ανασηκώνω, ανατάσσω
Παραδείγματα:
- despite the appeal the court upheld the previous decision παρά την έφεση το δικαστήριο υποστήριξε (διατήρησε) την προηγούμενη απόφαση
- we will uphold the values and principals of our ancestors θα διαφυλάξουμε τις αξίες και τις αρχές των προγόνων μας
- they tried to uphold him in his misery, but failed προσπάθησαν να τον ανατάξουν (ανεβάσουν ψυχολογικά) αλλά απέτυχαν
- he promised to uphold the letter and the spirit of the law υποσχέθηκε να διαφυλάξει το γράμμα και το πνεύμα του νόμου
- “Have some more,” she insists, until Father intervenes and upholds my right to refuse a dish I don’t like. Anne Frank – The Diary Of A Young Girl “Φάε λίγο ακόμα”, (εκείνη) επέμενε, μέχρι που να παρέμβει ο πατέρας μου και να υποστηρίξει το δικαίωμά μου να αρνηθώ ένα φαγητό που δεν μου αρέσει.
- … with which his conscience regarded the crumbling fabric that he was supposed to uphold Charles Dickens – A Tale of two Cities … με το οποίο η συνείδησή του αντιμετώπιζε τον καταρρέοντα ιστό που υποτίθεται ότι έπρεπε να υποστηρίξει