upset
Verb, Noun, Adjective

Ουσιαστικό και επίθετο με την ίδια έννοια

κάποιες (αρκετές) φορές θα το μεταφράσουμε και στεναχωρώ, στεναχωρημένη, σταναχωρημένος, συγχίζομαι, ανατρέπω, ανακατεύω

Παραδείγματα:

  • Do not upset the liquid in the test tube Μην αγγίξεις (διαταράξεις) το υγρό μέσα στον δοκιμαστικό σωλήνα
  • He was so upset by the bad news that he forgot to lock the car. Ήταν τόσο αναστατωμένος από τα άσχημα νέα που ξέχασε να κλειδώσει το αυτοκίνητο.
  • Last night I had too much to drink. I have an upset stomach since then. Ήπια πολύ χτες το βράδυ. Το στομάχι μου είναι χάλια από τότε.
  • Don’t tell him anything yet. He will be very upset. Μην του πεις τίποτε ακόμα. Θα συγχιστεί πολύ.
  • The girl who served the meal had been upset by all the crying. Ernest Hemingway – A Farewell to Arms Η κοπέλα που σέρβιρε το φαγητό ήταν πολύ ταραγμένη απ’όλο το κλάμα
  • … and set off round and round the room, banging against furniture, upsetting flower-pots, and making general havoc. Mark Twain – Aventures of Tom Sawyer … κι άρχισε να σβουρίζει μέσ’το δωμάτιο παίρνοντας σβάρνα έπιπλα, αναποδογυρίζοντας γλάστρες και προκαλώντας έναν χαμό.
Examples:
She is very upset. Her dog died this morning
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.