Ο αόριστος και η μετοχή του συναντώνται και με τη μορφή ομαλού ρήματος: vexed
vexation: το ουσιαστικό του ρήματος, ενόχληση, ερεθισμός
Παραδείγματα:
- she was vext by his decision to … ήταν ενοχλημένη από την απόφασή του να …
- I wouldn’t vex my mind over that δεν θα βασανίσω τη σκέψη μου (δεν θα κάτσω ν’ασχοληθώ) μ’αυτό
- the vext coach started yelling at the referee ο ενοχλημένος προπονητής άρχισε να φωνάζει στον διαιτητή
- this is a vexing situation that will not be easy to remedy αυτή είναι μία βασανιστική κατάσταση που δεν θα διορθωθεί εύκολα
- “What is the matter?” said the man who had caused Miss Pross to scream; speaking in a vexed, abrupt voice Charles Dickens – A Tale of two Cities “Τι συμβαίνει?” είπε ο άνθρωπος που είχε κάνει την δεσποινίδα Πρός να φωνάξει, μιλώντας μ’έναν ενοχλημένο και απότομο τόνο