voice
Verb, Noun
Trans. + Intrans.
Flag2-tiny-Geece
Greek
Flag2_France
Français
Flag2-tiny-German
Deutsch
Maria Callas: her voice was warm, lyrical, intense.

φωνή, εκφράζω, εκφράζομαι

Ομαλό σαν ρήμα: voice, voiced, voiced και voicing

Προσθέστε του το -less στο τέλος για να κάνετε το voice επίθετο και να αφαιρέσετε απ’ το ουσιαστικό που περιγράφει την … φωνή, δηλ. voiceless (adj): άφωνος.

Προσθέστε στο επίθετο το -ly στο τέλος για να το κάνετε επίρρημα, δηλ.  voicelessly (adv): βουβά, άφωνα, χωρίς φωνή.

Πάρτε το επίθετο (voiceless) και προσθέστε του το -ness στο τέλος για να το ξανακάνετε ουσιαστικό, δηλ. voicelessness (n): αφωνία, έλλειψη φωνής.

Παραδείγματα:

  • You’ve got a really good voice! Έχεις πολύ καλή φωνή!
  • In the active voice, the subject performs the action. Στην ενεργητική φωνή, το υποκείμενο ενεργεί.
  • Why does your voice sound like that? Γιατί ακούγεται η φωνή σου έτσι?
  • She thought she heard voices but there was nobody else in the house. Νόμιζε ότι άκουγε φωνές αλλά δεν υπήρχε κανείς άλλος στο σπίτι.
  • A baritone’s voice is the most common among males. Η συχνότερη φωνή ανάμεσα στους άντρες είναι αυτή του βαρύτονου.
  • The Village Voice is a newspaper in New York. Η Village Voice είναι μία εφημερίδα στην Νέα Υόρκη.
  • He dared to voice his opinion, but nobody was listening. Τόλμησε να πει την άποψή του αλλά κανείς δεν τον άκουγε.
Examples:
You've got a really good voice!
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.