φωνή, εκφράζω, εκφράζομαι
Ομαλό σαν ρήμα: voice, voiced, voiced και voicing
Προσθέστε του το -less στο τέλος για να κάνετε το voice επίθετο και να αφαιρέσετε απ’ το ουσιαστικό που περιγράφει την … φωνή, δηλ. voiceless (adj): άφωνος.
Προσθέστε στο επίθετο το -ly στο τέλος για να το κάνετε επίρρημα, δηλ. voicelessly (adv): βουβά, άφωνα, χωρίς φωνή.
Πάρτε το επίθετο (voiceless) και προσθέστε του το -ness στο τέλος για να το ξανακάνετε ουσιαστικό, δηλ. voicelessness (n): αφωνία, έλλειψη φωνής.
Παραδείγματα:
- You’ve got a really good voice! Έχεις πολύ καλή φωνή!
- In the active voice, the subject performs the action. Στην ενεργητική φωνή, το υποκείμενο ενεργεί.
- Why does your voice sound like that? Γιατί ακούγεται η φωνή σου έτσι?
- She thought she heard voices but there was nobody else in the house. Νόμιζε ότι άκουγε φωνές αλλά δεν υπήρχε κανείς άλλος στο σπίτι.
- A baritone’s voice is the most common among males. Η συχνότερη φωνή ανάμεσα στους άντρες είναι αυτή του βαρύτονου.
- The Village Voice is a newspaper in New York. Η Village Voice είναι μία εφημερίδα στην Νέα Υόρκη.
- He dared to voice his opinion, but nobody was listening. Τόλμησε να πει την άποψή του αλλά κανείς δεν τον άκουγε.