watch
Verb, Noun

παρατηρώ, κοιτάω προσεκτικά, ρολόϊ χεριού, βάρδια

watch
watching the watch

σαν ρήμα είναι ομαλό watched, watched, watching

watchman: παρατηρητής, φύλακας. Οι Έλληνες ναυτικοί τον λένε “βατσιμάνη”.

Verbal phrases:

  • watch out! σημαίνει πρόσεξε, προσοχή δηλ. για κάποιο κίνδυνο κι όχι κοίταξε κάτι προσεκτικά
  • watch it όπως και το watch out αλλά ίσως όχι τόσο επείγον και έντονο.
  • watch over επιβλέπω, προσέχω (όπως επιβλέπω τα παιδιά την ώρα του διαλείμματος ή επιβλέπω το φαγητό να μην καεί)

Παραδείγματα:

  • The kids are watching TV. Τα παιδιά κοιτάνε τηλεόραση.
  • He goes bird watching to Scotland every year. Πηγαίνει κάθε χρόνο στην Σκωτία για παρατήρηση πουλιών.
  • Nothing really happened during my watch. Τίποτα δεν συνέβει κατά τη διάρκεια της βάρδιας μου.
  • Watch out! A car is coming your way. Πρόσεξε! Ένα αυτοκίνητο έρχεται κατά πάνω σου.
  • Watch your mouth. I will not tolerate it anymore. Πρόσεχε πως μιλάς. Δεν θα το επιτρέψω ξανά.
  • Watch it! It is hot. Προσοχή, καίει (π.χ. ένα πιάτο την στιγμή του σερβιρίσματος)
  • Watch over the children while I am away for a few minutes. Πρόσεχε τα παιδιά, φεύγω για λίγα λεπτά.

 

 

 

 

 

Examples:
No data was found
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.