weave
Verb, Noun
Flag2_France
Français
Flag2-tiny-German
Deutsch

έχει και ομαλή μορφή (weaved, weaved)

αλλά εμφανίζεται επίσης και σαν ανώμαλο: wove, woven

Φυσικά το γερούνδιο σαν: weaving

Παραδείγματα:

  • This cloth has a very complex weave Αυτό το ύφασμα έχει πολύπλοκο πλέξιμο
Examples:
The spider weaves patiently its net
The carpet has a dense and soft weave that is pleasant to the touch
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.