weep
Verb, Noun
Flag2_France
Français
Flag2-tiny-German
Deutsch
cryingKid
weeping

Oυσιαστικό με παρόμοιες έννοιες

Παραδείγματα:

    • He placed his head in his hands and wept. Κράτησε το κεφάλι του μέσα στα χέρια του και έκλαψε.
    • Judas wept in bitter regret after betraying Jesus. He then hanged himself. Ο Ιούδας έκλαψε πικρά μετανοιωμένος αφού πρόδωσε το Χριστό και μετά κρεμάστηκε.
    • We often weep over parts of our life but it’s the whole of it that counts. Συχνά κλαίμε για κομμάτια της ζωής μας αλλά είναι το σύνολο (της ζωής μας) που μετράει.
    • Achilles wept over the body of his friend Partoclus. Ο Αχιλλέας θρήνησε πάνω από το πτώμα του φίλου του Πάτροκλου.
    • Upon hearing the good news of her son’s success, she wept of joy. Ακούγοντας τα ευχάριστα νέα για την επιτυχία του γιού της, έκλαψε από χαρά.
    • When I die, I don’t want anyone to stand by my grave and weep. As a matter of fact, I don’t even want a grave. Όταν πεθάνω, δεν θέλω κανένας να ρθεί και να κλάψει πάνω από τον τάφο μου. Για να πω την αλήθεια δεν θέλω καν τάφο.
    • Brazlians wept for days after their 7:1 loss from Germany at the 2014 World Cup. Οι Βραζιλιάνοι κλαίγαν για μέρες μετά την 7:1 ήττα τους από τη Γερμανία στο Μουντιάλ του 2014.
    • But Jesus turning to them said, “Daughters of Jerusalem, stop weeping for Me, but weep for yourselves and for your children”. Στραφεὶς δὲ πρὸς αὐτὰς Ἰησοῦς εἶπεν Θυγατέρες Ἱερουσαλήμ, μὴ κλαίετε ἐπ’ ἐμέ· πλὴν ἐφ’ ἑαυτὰς κλαίετε καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν. (Λουκάς, Σταύρωση 23:28).
    Examples:
    She sat down and wept for hours
    Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.