whisper
Verb, Noun
Trans. + Intrans.

Ομαλό ρήμα (whisper, whispered, whispered, whispering)

Παραδείγματα:

  • You two stop whispering, said the teacher angrily. Εσείς οι δύο σταματήστε να ψιθυρίζετε, είπε ο δάσκαλος θυμωμένα.
  • The whispering wind turned quickly into a loud storm. Ο ψιθυριστός άνεμος μετατράπηκε γρήγορα σε ηχηρή θύελλα.
  • She spoke softly in a whisper. Μίλησε απαλά, ψιθυριστά.
  • He whispered sweet words in her ear. Ψιθύρισε γλυκές λέξεις στ’ αυτί της.
Examples:
Let me whisper in your ear, (let me) say the words you long to hear: "I'm in love with you"
Do you want to know a secrete
The Beatles
You two stop whispering, said the teacher angrily
Don't whisper another word, he said
They leaned back in their chairs and exchanged whispers
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.