Ομαλό ρήμα (whisper, whispered, whispered, whispering)
Παραδείγματα:
- You two stop whispering, said the teacher angrily. Εσείς οι δύο σταματήστε να ψιθυρίζετε, είπε ο δάσκαλος θυμωμένα.
- The whispering wind turned quickly into a loud storm. Ο ψιθυριστός άνεμος μετατράπηκε γρήγορα σε ηχηρή θύελλα.
- She spoke softly in a whisper. Μίλησε απαλά, ψιθυριστά.
- He whispered sweet words in her ear. Ψιθύρισε γλυκές λέξεις στ’ αυτί της.