wizen
Verb, Adjective

προκαλώ ρυτίδες ή ζάρες, με ρυτίδες / ζάρες

Σαν ρήμα είναι ομαλό: wizen, wizened, wizened και wizening

παραδείγματα:

  • This apple is wizened.  Αυτό το μήλο είναι ρυτιδιασμένο.
Examples:
He is wizened

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.