young
Noun, Adjective

μικρός, νέος, πρόσφατος

Παραδείγματα:

  • When I was young I used to do a lot of crazy things Όταν ήμουν νέος έκανα πολλές τρέλλες.
  • Young people are very impressionable Οι νέοι εντυπωσιάζονται εύκολα
  • I love working with young people Μ’ αρέσει να δουλεύω με νέους
  • Unemployment is very high nowadays, especially for young people Η ανεργία είναι πολύ ψηλή στις μέρες μας, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους
  • This is an easy target. Just like a sitting duck Αυτός είναι πολύ εύκολος στόχος. Σαν μια πάπια
  • Mother ducks are very protective of their young Οι θηλυκές πάπιες προστατεύουν πολύ τα μικρά τους
Examples:
When I was young I used to do a lot of crazy things
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.