Μυρίζω, μυρίζομαι, οσφραίνομαι, βρωμάω
Ο αόριστος και η μετοχή του συναντώνται και με τη μορφή ομαλού ρήματος: smelled
Σαν ουσιαστικό έχει την ίδια βασική έννοια: μυρωδιά, όσφρηση, βρώμα
smelly (adj): κάποιος ή κάτι που μυρίζει άσχημα
Παραδείγματα:
- A pleasant smell such as that of a perfume or of flowers, we usually call: a fragrance or an aroma Μία ωραία μυρωδιά όπως αυτή ενός αρώματος ή λουλουδιών, συχνά την λέμε: fragrance ή aroma
- on the other hand, an unpleasant smell, we usually call: an odor. ενώ αντίθετα, μία δυσάρεστη μυρωδιά, συνήθως την λέμε odor
- If something smells really bad we can also say that it stinks, but this is colloquial. Αν κάτι μυρίζει πραγματικά πολύ άσχημα μπορούμε επίσης να πούμε ότι , αλλά αυτό είναι μόνο του προφορικού καθημερινού λόγου
- A shark can smell blood from very far away Ένας καρχαρίας μπορεί να μυρίσει το αίμα από πολύ μακριά
- If your feet smell and your nose runs your are standing upside down 🙂 Εάν τα πόδια σου μυρίζουν κι η μύτη σου τρέχει τότε στέκεσαι ανάποδα
- Wolves have a sense of smell about 100 times greater than humans Οι λύκοι έχουν 100 φορές μεγαλύτερη ικανότητα όσφρησης απ’ότι οι άνθρωποι
- Smelly cat, what are they feeding you? Phoebe/Friends – ομώνυμο τραγουδάκι Γάτα που μυρίζεις, τι σε ταϊζουν?
- There was an inhospitable smell in the room, of cold soot and hot dust; Charles Dickens – Great Expectations Υπήρχε μία αφιλόξενη μυρωδιά στο δωμάτιο, (αυτή) από κρύα καπνιά και ζεστή σκόνη
- The night was hot, and the shop, close shut and surrounded by so foul a neighbourhood, was ill-smelling. Charles Dickens – A Tale of two Cities Η νύχτα ήταν πολύ ζεστή και το μαγαζί, κλειστό και μέσα μία τόσο αρρωστημένη γειτονιά, μύριζε άσχημα.