Σαν ουσιαστικό έχει επίσης έννοια: θάλασσα, ωκεανός (σπάνιο και colloquial)
drunk (n, adj): μεθυσμένος, drunkard (n): μεθύστακας, αλκοολικός
Παραδείγματα:
- He has a drinking problem. He’s drunk again. Είναι αλκοολικός. Είναι μεθυσμένος ξανά.
- Don’t drink and drive. Μην πίνετε και (μετά) οδηγάτε.
- Let’s go for a drink after work. Πάμε για ένα ποτό μετά τη δουλειά.
- Drink this hot tea. It’s good for you. Πιές αυτό το καυτό τσάϊ. Θα σου κάνει καλό.
- I’ll drink to your health! Θα πιώ στην υγειά σου!
- Would you like a drink? Θα θέλατε ένα ποτό?
- I’ll have a drink of water please. Θα ήθελα ένα ποτήρι νερό παρακαλώ.
- The punch being very nice, we sat there drinking it and talking, until it was almost nine o’clock. Charles Dickens – Great Expectations Καθώς το παντς ήταν πολύ ωραίο, καθίσαμε εκεί και πίναμε και συζητούσαμε, μέχρι που πήγε σχεδόν 9 η ώρα.
- I almost wish I had not drunk so much last night, not that it makes any difference, but still one must run no risks … Stephen King Hall – The Diary of a U-boat Commander Σχεδόν ευχήθηκα να μην είχα πιεί τόσο πολύ χτες το βράδυ, όχι ότι θα κάνει καμμιά διαφορά, αλλά και πάλι κανείς δεν πρέπει να παίρνει τέτοια ρίσκα …
- For ‘going down into the drink’ and surviving, a RAF pilot would be named member of the Goldfish Club. Εάν ένας πιλότος της RAF έπεφτε στη θάλασσα κι επιβίωνε, τον κάνανε “μέλος” της λέσχης των Χρυσόψαρων.