BrixFax.NET

Search
ring
Verb, Noun


κουδουνίζω, περικυκλώνω, κυκλώνω

Σαν ουσιαστικό έχει τις ίδιες δύο βασικές έννοιες: δαχτυλίδι, κουδούνι, καμπανάκι

Παραδείγματα:

  • She was wearing a beautiful ring Φορούσε ένα ωραίο καπέλο δαχτυλίδι
  • The pope wears a special ring. It’s called the ring of the Fisherman Ο Πάπας φοράει ένα ειδικό δαντυλίδι. Το δαχτυλίδι του ψαρά.
  • I know she is wearing a very expensive ring Ξέρω ότι (αυτή) φοράει ένα πολύ ακριβό δαχτυλίδι
  • The phone is ringing. Won’t you pick it up? Το τηλέφωνο χτυπάει. Δεν θα το σηκώσεις?
  • He has been unable to ring up himself, as he was sent away from Bruges on duty early this morning Stephen King Hall – The Diary of a U-boat Commander Δεν μπορούσε να πάρει (τηλέφωνο) ο ίδιος γιατί σήμερα το πρωί έφυγε από την Μπρουζ για υπηρεσία.
  • He was down once, but they made a ring round him, and fought their way along. Charles Dickens – Oliver Twist Έπεσε μια φορά, αλλά (αυτοί) έκαναν έναν κύκλο γύρω του και συνέχισαν να μάχονται.
Examples:
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.