τρέχω, φεύγω, συμμετέχω, διαγωνίζομαι, αγωνίζομαι
Ουσιαστικό: τρέξιμο, φευγιό
runny (adj): που τρέχει, π.χ. runny nose
runner up: αυτός που βγαίνει μετά από εκείνους που παίρνουν βραβείο, τίτλο, έπαθλο
Επίσης Phrasal verbs
Παραδείγματα:
- He is not going to run for President Δεν θα τρέξει (στις εκλογές) για Πρόεδρος
- These running shoes are very expensive Αυτά τα παπούτσια τρεξίματος είναι πολύ ακριβά
- Please make my eggs runny Παρακαλώ κάντε τ’αυγά μου π.χ. μελάτα για βραστά ή όχι πολύ τηγανισμένα για τηγανιτά αυγά (δηλ. όχι σφιχτά)
- He can run, but he can’t hide. Μπορεί να τρέξει αλλά δεν μπορεί να κρυφτεί.
- Usain Bolt can run the 100m faster than any other human being. Ο Γιουσέϊν Μπολτ μπορεί να τρέξει τα 100μ ταχύτερα από οποιονδήποτε άλλο
- Schumacher retired from Formula One in 2006, after finishing runner-up to Fernando Alonso. Ο Σουμάχερ αποσύρθηκε από την Φόρμουλα 1 το 2006, τελειώνοντας (σε μία κούρσα) μετά τον Φερνάντο Αλόνζο.
- Her parents ran the local grocery store Οι γονείς της έχουν το μπακάλικο της γειτονιάς
- Pheidippides is said to have run the distance between Athens and Sparta in 2 days. Ο Φειδιππίδης, λέγεται, ότι έτρεξε την απόσταση Αθήνα-Σπάρτη σε δύο μέρες.
- I almost wish I had not drunk so much last night, not that it makes any difference, but still one must run no risks … Stephen King Hall – The Diary of a U-boat Commander Σχεδόν ευχήθηκα να μην είχα πιεί τόσο πολύ χτες το βράδυ, όχι ότι θα κάνει καμμιά διαφορά, αλλά και πάλι κανείς δεν πρέπει να παίρνει τέτοια ρίσκα …
- … drew out a red-hot bar, made at me with it as if he were going to run it through my body, … Charles Dickens – Great Expectations ... έβγαλε μία πυρωμένη βέργα (απ’τη φωτιά) κι όρμηξε προς το μέρος μου σαν να ήθελε να μου την καρφώσει …