spring
Verb, Noun, Adjective
Trans. + Intrans.

Σαν ουσιαστικό έχει τις ίδιες βασικές έννοιες: πηγή, ελατήριο, πήδημα, τίναγμα

Παραδείγματα:

  • Your car springs are worn out. They need replacement. Τα ελατήρια του αυτοκινήτου σου είναι φθαρμένα. Χρειάζονται αντικατάσταση.
  • The springs in this area of northern Greece are famous for their excellent quality water. Οι πηγές σ’ αυτή την περιοχή της Βόρειας Ελλάδας είναι φημισμένες για το εξαιρετικής ποιότητας νερό τους.
  • The flowers are so magnificent when blooming in the Spring. Τα λουλούδια είναι τόσο όμορφα όταν ανθίζουν την άνοιξη.
Examples:
An unbelievable number of stock trading companies sprang into existence during this period
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.