creep
Verb, Noun
Flag2_France
Français
Flag2-tiny-German
Deutsch

Επίσης: πλησιάζω κάποιον (ή κάτι) προσεκτικά και ύπουλα, ερπετό, ανατριχίλα, ύπουλος άνθρωπος

Παραδείγματα:

  • During rush hour the cars creep at very slow speed στην ώρα αιχμής τα αυτοκίνητα έρπονται με πολύ χαμηλή ταχύτητα
  • He is such a creep (αυτός) είναι τέτοιο ερπετό
  • This place gives me the creeps το μέρος αυτό μου φέρνει ανατριχίλα
Examples:
We slowly crept forward in the direction of the enemy
... worms, snails, and slugs, and all the other creeping things ...
The worm does not work more surely on the dead body, than does this slow creeping fire upon the living frame
Oliver Twist
Charles Dickens
He would always creep in-shore like some uncomfortable amphibious creature ...
Great Expectations
Charles Dickens
He crept behind the enemy line and ...
The lion crept slowly towards the unsuspecting antilope
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.