BrixFax.NET

Search
creep
Verb, Noun
Français
Deutsch

έρπομαι, πλησιάζω κάποιον (ή κάτι) προσεκτικά και ύπουλα, ερπετό, ανατριχίλα, ύπουλος άνρθρωπος

Παραδείγματα:

  • The lion crept slowly towards the unsuspecting antilope το λιοντάρι πλησίασε έρποντας αργά προς την ανυποψίαστη αντιλόπη
  • He crept behind the enemy line and … πλησίασε έρποντας πίσω από τη γραμμή του εχθρού και …
  • During rush hour the cars creep at very slow speed στην ώρα αιχμής τα αυτοκίνητα έρπονται με πολύ χαμηλή ταχύτητα
  • He is such a creep (αυτός) είναι τέτοιο ερπετό
  • This place gives me the creeps το μέρος αυτό μου φέρνει ανατριχίλα
  • We slowly crept forward in the direction of the enemy. Προχωρήσαμε έρποντας προς το μέρος του εχθρού.
  • He would always creep in-shore like some uncomfortable amphibious creature … Charles Dickens – Great Expectations Πάντα έρπονταν προς την ακτή σαν κάποιο δυσκίνητο αμφίβιο
  • … he might have been a sorely wounded soldier creeping back to consciousness on a field of slain … Charles Dickens – A Tale of two Cities … θα μπορούσε να είναι κάποιος άσχημα πληγωμένος στρατιώτης που έρποντας συνήλθε στο πεδίο της μάχης
  • The worm does not work more surely on the dead body, than does this slow creeping fire upon the living frame. Charles Dickens – Oliver Twist Το σκουλίκι δεν προχωράει γρηγορότερα μέσα σ’ένα νεκρό σώμα, απ’ότι αυτή η έρπουσα φωτιά μέσα στον ζωντανό άνθρωπο.
  • … worms, snails, and slugs, and all the other creeping things … σκουλίκια, σαλιγκάρια και γυμνοσάλιαγκες κι όλα τ’άλλα πράγματα που έρπονται …
Examples:
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.