hang
Verb, Noun
Trans. + Intrans.

κρεμάω, απαγχονίζω, κρέμασμα

Επίσης έχει και κανονική μορφή hang, hanged, hanged

hanger: κρεμάστρα

hanging: το κρέμασμα, ο απαγχονισμός

get the hang of something: συνηθίζω σε κάτι ή καταλαβαίνω πως λειτουργεί.

Παραδείγματα:

  • Hermann Göring was scheduled to be hanged on Oct. 16, 1946, but committed suicide the night before. Ο Χέρμαν Γκέρινγκ επρόκειτο (είχε καταδικαστεί για) να κρεμαστεί στις 16 Οκτ. 1946 αλλά αυτοκτόνησε την προηγούμενη νύχτα.
  • you hang your clothes out to dry κρεμάς τα ρούχα σου έξω για να στεγνώσουν
  • hang on (ιδιωματισμός) κρατήσου, κάνε υπομονή, μισό λεπτό
  • hang a door on its hinges κρεμάς μια πόρτα από τους μεντεσέδες της
  • The comedian Robin Williams hung himself in his California home in August 2014. Ο κωμικός Ρόμπιν Γουίλιαμς κρεμάστηκε στο σπίτι του στην Καλιφόρνια τον Αύγουστο του 2014.
  • You can hang your hat on the hanger Μπορείς να κρεμάσεις το καπέλο σου στην κρεμάστρα
  • Judas Iscariot hung himself after his betrayal to Jesus Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης κρεμάστηκε αφού πρόδωσε τον Ιησού
  • The trial ended with a hung jury and the judge declared a mistrial. (ιδιωματισμός) Πολύ ελεύθερη μετάφραση: Οι ένορκοι δεν μπορούσαν ν’αποφασίσουν και ο δικαστής κύρηξε τη δίκη άκυρη.
  • Where will you be tonight? I’ll hang around (και επίσης hang out) the beach. (ιδιωματισμός) Που θα είσαι απόψε? Θα είμαι στην παραλία / θα χαζολογάω / θα περιφέρομαι χαλαρά
Examples:
I want to hang a picture on the wall
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.