shoot
Verb, Noun
Flag2_France
Français
Flag2-tiny-German
Deutsch

Επίσης: πετάγομαι

ουσιαστικό με παρόμοιες έννοιες.

Φυσικά θα τ’ ακούσετε να χρησιμοποιείται και στα σπορ (μπάσκετ, βόλλεϋ κλπ) και γενικά σε ότι μπορεί να περιέχει το να ρίχνεις ή να πετάς ή να εκτοξεύεις κάτι με δύνομη προς κάποιον στόχο.

και ακόμα σαν shot (παράγωγο καθομιλουμένης, ιδιαίτερα Αμερικάνικο) με ενδιαφέρουσες ιδιωματικές χρήσεις (βλ. παρακάτω στα παραδείγματα).

Παραδείγματα:

  • I shot the Sheriff but I didn’t shoot the deputyπυροβόλησα τον σερίφη αλλά οχι τον βοηθό του, γνωστό τραγουδάκι του Bob Marley που αργότερα έγινε μεγλύτερη επιτυχία από τον Eric Clapton.
  • Taking night shots can be very tricky το να τραβάς νυχτερινές φωτογραφίες μπορεί να είναι πολύ δύσκολο (να κρύβει πολλά μυστικά). Πάντως μην απελπίζεστε, διαβάστε εδώ.
  • He only shoots landscapes αυτός φωτογραφίζει μόνο τοπία.
  • He was shot by his own father who took him for a thief πυροβολήθηκε από τον ίδιο τον πατέρα του που τον πέρασε για κλέφτη.
  • The fatal shooting took place only a few minutes ago οι θανάσιμοι πυροβολισμοί έλαβαν χώρα μόνο λίγα λεπτά πριν.

Ιδιωματικές χρήσεις του shot:

  • to win in that race is such a long shot είναι τόσο απίθανο το να κερδίσεις σ’αυτόν τον αγώνα (κούρσα).
  • I am the one who calls the shots here εγώ είμ’ αυτός που δίνει τα παραγγέλματα/διαταγές/εντολές εδώ.
  • I know it’s a tough one but I’d like to take a shot at it ξέρω ότι είναι κάτι δύσκολο αλλά θέλω να το δοκιμάσω (να το προσπαθήσω).
Examples:
He fired several shots and they all missed her
The photographer brought all his equipment for the photo shoot

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.