might
Verb, Noun

modal verb

δεν αλλάζει στο γ’ πρόσωπο, δηλ. he/she/it might, είναι ο αόριστος του may και συνοδεύει πάντα κάποιο άλλο ρήμα.

Να θυμάστε ότι όπως ισχύει για όλα τα modals (εκτός από το ought to), δεν παίρνει to ανάμεσα σ’ αυτό και στο ρήμα που συνοδεύει.

O χαρακτήρας του ρήματος που συνοδεύει αλλάζει δίνοντάς του ένα από τα παρακάτω νοήματα:

ask-her-she-might
Ρώτησέ την, μπορεί και να …

α. πιθανότητα να γίνει ή να συμβεί ή να συμβαίνει ή να ισχύει κάτι,

β. έγκριση, συμφωνία ή και άδεια να κάνουμε κάτι (αλλά συνήθως σπανιότερη χρήση απ’ ότι το παραπάνω),

γ. μαζί με το as well για να προκρίνουμε μία επιλογή επειδή είναι ελάχιστα καλύτερη ή και ακριβώς ίδια με μία άλλη επιλογή.

Παραδείγματα:

  • “Exiting the EU might be politically tempting for Britain. Economically, it would be hugely challenging”. Η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να είναι ένας πειρασμός πολιτικά για την Βρετανία. Από Οικονομικής απόψεως θα ήταν μία τεράστια πρόκληση.  Δείχνει ότι πιθανώς να είναι κάτι πάρα πολύ δύσκολο. Από την WSJ.
  • It might have been Artemis on the phone. Μπορεί να ήταν η Άρτεμις στο τηλέφωνο. Δηλ. δεν ρώτησα ποιός ήταν (άρα δεν είμαι βέβαιος) αλλά μπορεί να ήταν κι αυτή.
  • You might try the alternate route. Θα μπορούσες να δοκιμάσεις την εναλλακτική διαδρομή. Συμφωνώ, το βρίσκω καλή ιδέα.
  • If you consider the time you need to go to the airport, you might as well take the train. Αν λάβεις υπόψη σου το χρόνο που χρειάζεσαι να πας στο αεροδρόμιο, θα μπορούσες (εξίσου καλά) να πάρεις και το τρένο (π.χ. για μία τόσο κοντινή πτήση).
  • The might of the Byzantine empire stemmed from the technology they used. Η ισχύς της Βυζαντινής αυτοκρατορίας πήγαζε από την τεχνολογία που χρησιμοποιούσαν. (might: ουσιαστικό).
  • … so that he might await the motor launch in some sort of privacy.ώστε να μπορέσει να περιμένει τη λάντζα κάπως πιο ιδιωτικά (δηλ. όχι μαζί με όλο τον κόσμο)
  • We might develop a new cancer test even though … Μπορεί να βρεθεί ένα νέο τεστ για τον καρκίνο παρόλο που …
  • She drove very dangerously. We might have been killed. Οδήγησε πολύ επικίνδυνα. Θα μπορούσαμε να είχαμε σκοτωθεί.
  • He might at least had said “thank you”. Θα μπορούσε τουλάχιστο να έλεγε ένα ευχαριστώ.
Examples:
They were eating their dogs, boiled ox and pinecones, and anything else that might fill their aching bellies
We might get stuck if we continue on this path
Beware of those who might betray you
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.