Λέμε ουσιαστικά όλα τα ονόματα που έχουμε δώσει σε:
- έμψυχα,
- πράγματα,
- τόπους,
- ιδέες.
Μπορούμε να πούμε ότι είναι οι πρωτ-αγωνιστές του λόγου αφού κατά κύριο λόγο είναι:
- το υποκείμενο σε μια πρόταση
- ή/και το αντικείμενό της.
Για παράδειγμα στην πρόταση “το παιδί οδηγεί το ποδήλατο“:
- το παιδί (το υποκείμενο) και
- το ποδήλατο (το αντικείμενο)
είναι αμφότερα ουσιαστικά.
Θα μπορούσαμε με σιγουριά να πούμε ότι το συχνότερα χρησιμοποιούμενο μέρος του λόγου είναι τα ουσιαστικά.
Σε σχέση με τη δική μας γλώσσα, τα ουσιαστικά στα αγγλικά είναι πολύ απλούστερα απ’ όποια πλευρά κι αν το δείς:
Δεν διαφέρουν ανάλογα με το γένος ή την πτώση, πολύ συχνά έχουν ακριβώς την ίδια λέξη και για το αντίστοιχο ρήμα και γενικά σχηματίζουν τον πληθυντικό προσθέτοντας απλώς ένα s στο τέλος τους.
Δηλ. στα Ελληνικά λέμε “ο μαθητής” για τα αγόρια και “η μαθήτρια” για τα κορίτσια. Δηλ. έχουμε γένη.
Στα αγγλικά έχουμε μία λέξη που περιλαμβάνει και τα δύο: pupil μαθητής ή μαθήτρια
Aκόμα στα Ελληνικά λέμε “ο μαθητής, του μαθητή, τον μαθητή“.
Στα Αγγλικά όλα αυτά εκφράζονται με την ίδια λέξη που αναφέραμε παραπάνω: pupil.
Στα Ελληνικά τα ουσιαστικά είναι διαφορετικές λέξεις από τα ρήματα που έχουν την ίδια βασική έννοια: καίω – κάψιμο, λυγίζω – λύγισμα, όνειρο – ονειρεύομαι, μυρωδιά – μυρίζω.
Στα Αγγλικά χρησιμοποιείται η ίδια λέξη για πάρα πολλά ουσιαστικά και ρήματα:
Τέλος, στα Ελληνικά οι πληθυντικοί σχηματίζονται διαφορετικά από το ένα ουσιαστικό στο άλλο: o μαθητής – οι μαθητές, ο δάσκαλος – οι δάσκαλοι, το πλοίο – τα πλοία, δηλ. άλλα αλλάζουν σε -ες, άλλα σε -οι, άλλα σε -α.
Στα Αγγλικά τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά: γενικά (αλλά υπάρχουν εξαιρέσεις, βλ. παρακάτω) ο πληθυντικός σχηματίζεται προσθέτοντας ένα s στο τέλος της λέξης: boy – boys, car – cars, word – words.
Μερικά ακόμα σημαντικά πράγματα για τα ουσιαστικά στα Αγγλικά:
– Eξαιρέσεις στον σχηματισμό του πληθυντικού – Plural.
– Η γενική πτώση μπορεί στα Αγγλικά να εκφραστεί και διαφορετικά: κτητικές μορφές – possessive forms for nouns.
– Τι ισχύει με τα γένη των ουσιαστικών στα Αγγλικά – Gender.