Αρκετά συχνά αναφερόμαστε στην ηλικία των άλλων.
Κάποιες φορές η αναφορά αυτή είναι γενική και αόριστη. Λέμε δηλ.:
jeune νέος, -α
- Il est jeune. Είναι νέος.
- Il s’est marié avec une jeune et belle femme. Παντρεύτηκε μια νέα και όμορφη γυναίκα.
agé, agée ηλικιωμένος, -η
- Les parents de Monique sont agés. Οι γονείς της Monique είναι ηλικιωμένοι.
- Les personnes agées souvent souffrent de dépression. Οι ηλικιωμένοι, συχνά, πάσχουν από κατάθλιψη.
vieux, vieille γέρος, γριά
- Le vieux monsieur vivait seul avec ses chats dans une petite maison isolée. Ο γέρος κύριος ζούσε μόνος με τις γάτες του, σ’ένα μικρό απομονωμένο σπίτι.
- Il a aidé une vieille dame à traverser la rue. Βοήθησε μια γριά κυρία να διασχίσει το δρόμο.
faire son âge, ne pas faire son âge δείχνω, δεν δείχνω τα χρόνια μου
- Vous ne faites pas votre âge. Δεν σας φαίνονται τα χρόνια.
- Elle fait plus jeune que son âge. Δείχνει νεότερη απ’όσο είναι.
- Vous ne paraissez pas votre âge. Δεν σας φαίνονται τα χρόνια.
Άλλες φορές πάλι, αναφερόμαστε στην ηλικία τους ακριβώς, λέγοντας:
- J’ai une fille de dix ans. Έχω μια κόρη 10 χρονών.
- Elle a un fils de onze ans. Έχει ένα γιο 11 χρονών. (το de πριν από τη λέξη onze δεν θα πάρει απόστροφο)
- Ils ont un fils de 18 ans. Έχουν ένα γιο 18 χρονών.
- On dit que l’homme le plus vieux du monde est un indien, agé de 179 ans. Λένε ότι ο γηραιότερος άνθρωπος του κόσμου είναι ένας ινδιάνος 179 ετών.
- Il/ Elle est centainaire. Είναι αιωνόβιος, -α