Με αφορμή ερώτηση αναγνώστη:
“Tom has been to London twice. Το ερωτημά μου εδώ είναι γιάτι έβαλε (been αντί gone), Μπορούμε να το γράψουμε έτσι: Tom has gone to London twice?”
Η ερώτηση είναι πολύ καλή και έχει να κάνει με το ότι η μετάφραση από τη μία γλώσσα στην άλλη δεν είναι πάντα μία αμφιμονοσύμαντη αντιστοίχιση.
Δεν είναι ότι δεν έχουμε άλλες λέξεις στα Ελληνικά, αλλά είναι γεγονός ότι σχεδόν πάντα θα χρησιμοποιήσουμε το ρήμα πηγαίνω για να πούμε κάτι που μπορεί να συνιστά δύο -τουλάχιστον- διαφορετικές έννοιες:
a. “Ο Γιώργος πήγε στο Λονδίνο”, όπως για παράδειγμα σαν απάντηση στο: “Πού είναι ο Γιώργος?”. “Δεν είναι εδώ. Πήγε στο Λονδίνο”. Η έμφαση εδώ είναι στο ότι έχει πάει. Δεν μας λέει αυτό το “πήγε” αν ήταν η πρώτη του φορά ή αν πήγε για τουρισμό. Θα μπορούσε να σημαίνει ότι πήγε για μια δουλειά και θα γυρίσει το βράδυ και θα μπορούσε αυτός ο Γιώργος να έχει γεννηθεί και να μένει μόνιμα στο Λονδίνο και κατά συνέπεια να μην πηγαίνει ποτέ στο Λονδίνο για διακοπές. Έχει επομένως την έννοια του ταξιδιού, της κίνησης, της διαδρομής κι όχι κατ’ανάγκην την έννοια του ότι βρέθηκε στο Λονδίνο. Αυτήν την έννοια την εκφράζει το ρήμα to go. He’s gone to London. He just left. Or He’s gone. He’s not here.
b. “Ο Γιώργος έχει πάει τρεις φορές στο Λονδίνο”. Σ’αυτήν την περίπτωση μάλλον θέλουμε να πούμε ότι ο Γιώργος έχει επισκεφθεί το Λονδίνο τρεις φορές. Αυτό το “έχει πάει” έχει την έννοια της επίσκεψης. Θα μπορούσαμε να πούμε επίσης (όμως δεν το συνηθίζουμε): “Ο Γιώργος έχει επισκεφθεί το Λονδίνο 3 φορές”. Αυτήν την έννοια, του ότι έχει “βρεθεί” στο Λονδίνο, όπου η έμφαση δεν είναι στο ταξίδι αλλά στην παραμονή, στην επίσκεψη ή/και στην τουριστική πτυχή την εκφράζει το ρήμα to be: I’ve been to London. I stayed there for 3 weeks.
Έχοντας πει όλα τα παραπάνω, θα πρέπει να προσθέσουμε ότι στην εποχή μας, ιδιαίτερα και εξαιτίας της διάδοσης της Αγγλικής γλώσσας, πολύ συχνά οι δύο έννοιες σ’αυτήν την περίπτωση θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικά και ο συνομιλητής σας θα σας καταλάβει. Πολύ περισσότερο όταν υπάρχουν και συμφραζόμενα. Οπωσδήποτε, όμως, θα ήταν προτιμότερο να χρησιμοποιήσουμε το πρώτο (to go) όταν θέλουμε να δώσουμε έμφαση στην κίνηση και το δεύτερο (to be) όταν η έφασή μας είναι στην παραμονή, στο ότι βρέθηκε εκεί, παρόλο που στα Ελληνικά τις περισσότερες φορές θα χρησιμοποιήσουμε την ίδια λέξη σε αμφότερες τις περιπτώσεις: πήγα.
Και βέβαια υπάρχει και στα Αγγλικά το to visit (επισκέπτομαι). Θα μπορούσαμε επίσης κι αυτό να χρησιμοποιήσουμε στην 2η περίπτωση. Μόνο που τότε η έμφαση δίνεται στην έννοια της επίσκεψης. Δηλ. κάποιος που πήγε κάπου για λίγο (όπως λ.χ. για τουρισμό).