advocate
Verb, Noun
Flag2_France
Français
Flag2-tiny-German
Deutsch

συνηγορώ, υπερασπίζομαι, είμαι υπέρ κάποιου, υποστηρίζω κάποιον ή κάτι

Σαν ουσιαστικό έχει την ίδια βασική έννοια: κάποιος που είναι συνήγορος, που είναι υπέρ κάποιου πράγματος, κάποιας ιδέας ή άποψης.

Προσοχή όμως γιατί προφέρονται διαφορετικά το ρήμα από το ουσιαστικό.

Παραδείγματα:

  • this doctor advocates euthanasia αυτός ο γιατρός είναι υπέρ της ευθανασίας
Examples:
he was a fervent advocate of freedom of speech

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.