BrixFax.NET

Search
advocate
Verb, Noun
Français
Deutsch

συνηγορώ, υπερασπίζομαι, είμαι υπέρ κάποιου, υποστηρίζω κάποιον ή κάτι

 

Σαν ουσιαστικό έχει την ίδια βασική έννοια: κάποιος που είναι συνήγορος, που είναι υπέρ κάποιου πράγματος, κάποιας ιδέας ή άποψης.

Προσοχή όμως γιατί προφέρονται διαφορετικά το ρήμα από το ουσιαστικό.

Παραδείγματα:

  • he was a fervent advocate of freedom of speech ήταν ένθερμος υποστηρικτής της ελευθερίας του λόγου
  • this doctor advocates euthanasia αυτός ο γιατρός είναι υπέρ της ευθανασίας

 

Examples:
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.