αφυπνίζομαι, αφυπνισμένος
και ομαλή μορφή: awaked, awaked
Παραδείγματα:
- She goes to Opera and stays wide awake (yes, I do). Tony Bennet – The Lady is a Tramp Πάει στην όπερα και μένει ξύπνια (ναι, αλήθεια)
- When I entered the room she was awake Όταν μπήκα στο δωμάτιο (αυτή) ήταν ξύπνια
- You’d better be quiet or you’ll keep everybody awake Καλύτερα να είσαι ήσυχος γιατί δεν θ’αφήσεις κανέναν να κοιμηθεί (ελεύθ. μετάφραση)
- The noise awoke him but he remained in bed Ο θόρυβος τον ξύπνησε αλλά (αυτός) έμεινε στο κρεβάτι
- They awakened a tender emotion in me … Ξύπνησαν ένα τρυφερό συναίσθημα μέσα μου … Charles Dickens – Great Expectations
- Charles Darnay did not allow the restraint that was laid upon him to awaken any serious fears in his breast; Ο Τσάρλς … δεν επέτρεψε στον περιορισμό που του τέθηκε να ξυπνήσει (σοβαρούς) φόβους μέσα του. Charles Dickens – A Tale of two Cities
- His presentation had awoken my interest in the subject Η παρουσίασή του αφύπνησε το ενδιαφέρον μου για το θέμα
- The lights were on and she was half-awake Τα φώτα ήταν ανοιχτά και αυτή ήταν μισοξύπνια
- Do not deceive me, by awakening hopes that are not to be fulfilled.
Μην με εξαπατάς αφυπνώντας ελπίδες που δεν μπορούν να εκπληρωθούν. Charles Dickens – Oliver Twist - The last time Vesuvius awoke was in 1944. Η τελευταία φορά που ξύπνησε ο Βεζούβιος ήταν το 1944.