bear, bore, born
Μερικές φορές η τρίτη μορφή (Past Participle) και με ένα -e στο τέλος: borne
Σαν ουσιαστικό έχει τελείως διαφορετικό νόημα: αρκούδα
Παραδείγματα:
- … the right of the people to keep and bear Arms, shall not be infringed. 2nd Amendment – US Constitution … και το δικαίωμα των πολιτών να φέρουν όπλα δεν θα αφαιρεθεί.
- As European Borders Shut, Greeks Bear The Brunt Of The Migrant Crisis Καθώς τα σύνορα της Ευρώπης κλείνουν, οι Έλληνες επωμίζονται το μεγαλύτερο κομμάτι της μεταναστευτικής κρίσης
- bear with me for a second; I’ll explain everything Έχε λίγη υπομονή, θα τα εξηγήσω όλα (ελεύθ. μετάφραση)
- So the pitch and sulphur-freighted brigs of the bold Hydriote, Canaris, issuing from their midnight harbors, with broad sheets of flame for sails, bore down upon the Turkish frigates, and folded them in conflagrations. Herman Melville – Moby Dick; or The Whale Κι έτσι τα με πίσσα και θειάφι φορτωμένα μπρίκια του ηρωικού Υδραίου, του Κανάρη, ξεκινώντας μεσάνυχτα από τα λιμάνια τους, μετέτρεψαν, με τα φλεγόμενα πανιά τους, σε παρανάλωμα τις τούρκικες φρεγάτες.
- I can’t bear his stupid jokes any more δεν αντέχω άλλο τα βλακώδη αστεία του
- I can’t bear this pain; it is unbearable Δεν αντέχω αυτόν τον πόνο, είναι ανυπόφορος
- She could not bear such suspense; and hastily seizing a sheet of paper, wrote a short letter to her aunt Jane Austen – Pride and Prejudice Δεν μπορούσε ν’αντέξει άλλη αγωνία. Πήρε ένα χαρτί και βιαστικά έγραψε ένα σύντομο γράμμα στην θεία της.
- Your efforts will bear fruit someday. Οι κόποι σου θα αποδώσουν κάποτε.
- The food tasted great and I was hungry as a bear Το φαγητό ήταν πολύ γευστικό κι εγώ ήμουν πεινασμένος σαν αρκούδα